γυναικόσογο

γυναικόσογο
γυναικόσόϊ τό собир.
1) родственники жены; 2) семьи с преобладанием женского пола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυναικόσογο" в других словарях:

  • γυναικόσογο — το 1. οικογένεια που αποτελείται από πολλές γυναίκες 2. οικογένεια τής συζύγου …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναικοσόι — το το γυναικόσογο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»